- συλλαβεῖν
- συλλαμβάνωcollectaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Helfen — Hêlfen, verb. irreg. neutr. Präs. ich helfe, du hilfst, er hilft, wir helfen u.s.f. Conjunct. ich helfe, du helfest, er helfe u.s.f. Imperf. ich half; Conjunct. ich hülfe; Mittelw. geholfen; Imperat. hilf. Es bekommt das Hülfswort haben, und hat… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
ποτώμαι — άομαι, και επικ. τ. ποτέομαι, Α (ποιητ. τ.) 1. πετώ εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση («ὀρνίθων ἔθνεα... ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται», Ομ. Ιλ.) 2. (για ήχο) διαδίδομαι («[βοᾷ] ποτᾱται, βρέμει δ ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου», Αισχύλ.) 3. μτφ … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek